Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2020

ΔιοικΕφΑΘ (Ακυρ) 1103/20 : ΔΗΜΟΣΙΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ - ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΠΑΡΑΠΤΩΜΑ - ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΠΑΥΣΗ. ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟ. ΑΙΤΗΣΗ ΑΚΥΡΩΣΗΣ.

ΔιοικΕφΑΘ (Ακυρ) 1103/20 :  ΔΗΜΟΣΙΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ - ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΠΑΡΑΠΤΩΜΑ - ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΠΑΥΣΗ. ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟ. ΑΙΤΗΣΗ ΑΚΥΡΩΣΗΣ.  Περίπτωση οριστικής παύσης υπαλλήλου ΙΔΑΧ, λόγω τέλεσης του..

πειθαρχικού παραπτώματος της αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση των καθηκόντων του. Αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης. Περιστατικά άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης εργασίας εκ μέρους του αιτούντος, λόγω μη καταβολής σε αυτόν δεδουλευμένων αποδοχών, εξαιτίας μη νομοθετικού καθορισμού τους - Απόφαση της ΕΔΑΑΠ για την καταβολή στον αιτούντα των αποδοχών του και κλήση αυτού να αναλάβει τα καθήκοντά του - Εμμονή του αιτούντος στην ασκηθείσα επίσχεση εργασίας του και άσκηση αγωγής  - Απόφαση του ΕφΑΘ και κρίση περί νομιμότητας της επίσχεσης εργασίας του αιτούντος. Ως εκ τούτου, η αιτιολογική στήριξη της προσβαλλόμενης πράξης κλονίζεται σοβαρώς, διότι η απόφαση αυτή, αν και επιγενόμενη της προσβαλλόμενης πράξης, είναι συνεκτιμητέα από το Πειθαρχικό Συμβούλιο, καθόσον αφορά τη νομιμότητα του δικαιώματος της επίσχεσης εργασίας. Δεκτή η αίτηση.


ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΚΥΡΩΤΙΚΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ - ΤΜΗΜΑ Θ’

ΑΡΙΘΜΟΣ 1103/2020


 

Πρόεδρος: Καλλ. Σαφαρίκα, Πρόεδρος Εφετών ΔΔ

Εισηγήτρια: Αγγ. Παπαπαναγιώτου- Λέζα, Εφέτης ΔΔ

Δικηγόροι: Ευ. Κωνσταντάκη, Κων. Μαρίνου, Πάρεδρος ΝΣΚ

 

[...] 2. Επειδή, με την εν λόγω αίτηση, όπως παραδεκτά συμπληρώνεται με το από 18.2.2019 δικόγραφο προσθέτων λόγων, για την οποία έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο(βλ. τα με αριθμό ... και ... ειδικά γραμμάτια παραβόλου) ζητείται η ακύρωση της ../23.12.2013 απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, με την οποία επιβλήθηκε στον αιτούντα, υπάλληλο με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου σε οργανική θέση χειριστή αεροπλάνων της Επιτροπής Διερεύνησης Ατυχημάτων και Ασφάλειας Πτήσεων –διοικητικής υπηρεσίας με διοικητική αυτοτέλεια, που εποπτεύεται από τον Υπουργό Υποδομών και Μεταφορών (άρθρο 5 παρ. 1 Ν 2912/2001, φ 94 Α΄) –η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης, λόγω τέλεσης του πειθαρχικού παραπτώματος της αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση των καθηκόντων του από 23.7.2012 έως 23.4.2013.

3. Επειδή, με το άρθρο δεύτερο του Ν 4057/2012 (ΦΕΚ Α΄ 54/14.3.2012) με τίτλο «Πειθαρχικό Δίκαιο Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ΝΠΔΔ» αντικαταστάθηκε το Μέρος Ε΄ (άρθρα 106-146) του Υπαλληλικού Κώδικα (Ν 3528/2007, Α΄ 26),που αναφέρεται στο πειθαρχικό δίκαιο των δημοσίων υπαλλήλων. Εξάλλου, στο άρθρο τέταρτο του νόμου αυτού ορίζεται ότι: «1. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου, που αναφέρονται σε θέματα αργιών, καθώς και εκείνες με τις οποίες προβλέπονται πειθαρχικά παραπτώματα και πειθαρχικές ποινές, εφαρμόζονται αναλόγως για το προσωπικό του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου που κατέχει οργανικές θέσεις. Σε περίπτωση που επιβληθεί στον υπάλληλο αμετάκλητα η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης η καταγγελία της σύμβασης εργασίας τους είναι υποχρεωτική 2. Τα πειθαρχικά συμβούλια του παρόντος νόμου έχουν αρμοδιότητα για τα θέματα αργιών, πειθαρχικού δικαίου και καταγγελίας από την υπηρεσία της σύμβασης εργασίας του προσωπικού της προηγούμενης παραγράφου 3. Σπουδαίο λόγο, σύμφωνα με το άρθρο 53 του ΠΔ 410/1988 (Α΄ 191) για την καταγγελία από την υπηρεσία της σύμβασης εργασίας, μπορεί να αποτελεί η τέλεση κάθε πειθαρχικού παραπτώματος, διατηρουμένων σε ισχύ των ρυθμίσεων του άρθρου 55 του ίδιου διατάγματος» και τέλος στο άρθρο έβδομο ότι «1. Για τα πειθαρχικά παραπτώματα που τελούνται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου εφαρμόζονται οι διατάξεις διαδικαστικού χαρακτήρα και οι διατάξεις του ουσιαστικού πειθαρχικού δικαίου και του άρθρου πρώτου του παρόντος νόμου. ...». Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων συνάγεται ότι τα πειθαρχικά παραπτώματα που τελούνται από κατέχοντα οργανική θέση υπάλληλο με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ, μετά την έναρξη ισχύος του Ν 4057/2012, ήτοι μετά τις 14.3.2012, διέπονται από τις ουσιαστικού και διαδικαστικού χαρακτήρα διατάξεις του νεότερου αυτού νόμου.

4. Επειδή, περαιτέρω, στον Υπαλληλικό Κώδικα (Ν 3528/2007),όπως τα άρθρα 106, 107 και 109 αντικαταστάθηκαν από το άρθρο δεύτερο του Ν 4057/2012 ορίζονται τα εξής: στο άρθρο 106 ότι: «Το πειθαρχικό παράπτωμα συντελείται με υπαίτια πράξη ή παράλειψη του υπαλλήλου που μπορεί να του καταλογισθεί», στο άρθρο 107 ότι «Πειθαρχικά παραπτώματα αποτελούν ιδίως: ... ι) η αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των καθηκόντων, ...» και στο άρθρο 109, υπό τον τίτλο «Πειθαρχικές ποινές», ότι: «1. Οι πειθαρχικές ποινές που επιβάλλονται στους υπαλλήλους είναι: α) η έγγραφη επίπληξη, β) το πρόστιμο έως τις αποδοχές δώδεκα (12) μηνών, γ) η στέρηση του δικαιώματος για προαγωγή από ένα (1) έως πέντε (5) έτη, δ) η στέρηση του δικαιώματος συμμετοχής σε διαδικασία επιλογής προϊσταμένου οργανικής μονάδας οποιουδήποτε επιπέδου από ένα (1) έως πέντε (5) έτη, ε) η αφαίρεση της άσκησης των καθηκόντων προϊσταμένου οργανικής μονάδας οποιουδήποτε επιπέδου για τη θητεία ή το υπόλοιπο της, στ) ο υποβιβασμός έως δύο (2) βαθμούς, ζ) η προσωρινή παύση από τρεις (3) έως δώδεκα (12) μήνες με πλήρη στέρηση των αποδοχών και η) η οριστική παύση. 2. Για την επιβολή οποιασδήποτε πειθαρχικής ποινής σε υπάλληλο συνεκτιμώνται οι ιδιαίτερες συνθήκες τέλεσης του παραπτώματος, η εν γένει προσωπικότητα του υπαλλήλου, καθώς και η υπηρεσιακή του εικόνα όπως προκύπτει από το προσωπικό του μητρώο και τηρείται η αρχή της αναλογικότητας. 3. ... 4. ... 5.α. ... Για το παράπτωμα της περίπτωσης ι` της παραγράφου 1 του άρθρου 107 δεν μπορεί να επιβληθεί ποινή κατώτερη του υποβιβασμού εφόσον η αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων υπερβαίνει τις είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες συνεχώς ή τις τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες σε διάστημα ενός (1) έτους. β. ... γ. ...».

5. Επειδή, με το Ν 2912/2001 «Προσαρμογή στις διατάξεις της οδηγίας 94/56/Ε.Κ. του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για τη θέσπιση βασικών αρχών που διέπουν τις έρευνες ατυχημάτων και συμβάντων Πολιτικής Αεροπορίας ...» (ΦΕΚ Α΄ 4/9.5.2001) συστάθηκε η Επιτροπή Διερεύνησης Ατυχημάτων και Ασφάλειας Πτήσεων, η οποία, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις διατάξεις αυτού, λειτουργεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών, έχει δε ως κύριο έργο τη διερεύνηση των αεροπορικών ατυχημάτων. Περαιτέρω, για την υποβοήθηση του έργου της Επιτροπής, συστήθηκε Μονάδα Μελετών και Διερεύνησης Αεροπορικών Ατυχημάτων και Συμβάντων, οργανωμένη σε επίπεδο Διεύθυνσης, ανήκουσα οργανικά στην Επιτροπή και διοικούμενη από τον Πρόεδρο της Επιτροπής και τον Προϊστάμενό της. Το προσωπικό της Μονάδας διορίζεται με απόφαση του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών και υπάγεται στο καθεστώς του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων, όπως ισχύει κάθε φορά. Ακολούθως, με το κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 2 του άρθρου 6 του νόμου αυτού για τη λειτουργία της Μονάδας εκδοθέν ΠΔ 59/2004 «Έγκριση του Κανονισμού Εσωτερικής Λειτουργίας της Επιτροπής Διερεύνησης Ατυχημάτων και Ασφάλειας Πτήσεων και Οργανισμός της Μονάδας Μελετών και Διερεύνησης Αεροπορικών Ατυχημάτων και Συμβάντων» (ΦΕΚ Α΄ 50/17.2.2004) προβλέφθηκαν, εκτός των θέσεων μόνιμου προσωπικού, και θέσεις προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, στις οποίες συγκαταλέγονται τρείς (3) θέσεις χειριστών αεροπλάνων (άρθρο 19), το δε προσωπικό στο σύνολό του υπάγεται στην αρμοδιότητα των υπηρεσιακών και πειθαρχικών συμβουλίων, τα οποία είναι αρμόδια για το προσωπικό του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών σύμφωνα με τον (τότε ισχύοντα) Υ.Κ. (Ν 2683/1999) (άρθρο 23).

6. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Με την υπ’ αριθμ. ...6.10.2010 κοινή απόφαση των Υφυπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης & Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Οικονομικών και του Υπουργού Μεταφορών, Υποδομών και Δικτύων (ΦΕΚ Γ΄ .../21.10.2010), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του Ν 3717/2008 «Κοινωνικές ρυθμίσεις για τους εργαζόμενους στις εταιρείες «... ΑΕ», «...ΑΕ και ... ΑΕ» (ΦΕΚ Α΄ 239), ο αιτών μεταφέρθηκε από την εταιρεία «Ο Α ΑΕ» στην Επιτροπή Διερεύνησης Ατυχημάτων και Ασφάλειας Πτήσεων (στο εξής, αναφερόμενη ως Επιτροπή), σε οργανική θέση χειριστή αεροπλάνων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Παρουσιάστηκε στην Επιτροπή στις 08.11.2010 και ανέλαβε υπηρεσία αυθημερόν, συνταχθέντος του υπ’ αριθμ. .../.../8.11.2010 πρακτικού εμφάνισης, ακολούθως δε με την υπ’ αριθμ. Πρωτ. ..../.../23.11.2010 απόφαση του Προέδρου της Επιτροπής τοποθετήθηκε στη Μονάδα Μελετών και Διερεύνησης Αεροπορικών Ατυχημάτων και Συμβάντων, της οποίας ορίστηκε διερευνητής ατυχημάτων και συμβάντων με την υπ’ αριθμ...../.../24.11.2010 όμοια απόφαση. Ωστόσο, λόγω του ότι δεν είχαν καθορισθεί νομοθετικά οι αποδοχές της θέσης αυτής στην παραπάνω Επιτροπή, δεν ήταν δυνατόν να μισθοδοτηθεί ο αιτών για την εργασία που παρείχε. Για τον λόγο αυτό, με την από 8.8.2011 εξώδικη δήλωσή του, δήλωσε προς την Επιτροπή ότι ασκεί επίσχεση εργασίας, κατ’άρθρον 325 ΑΚ, μέχρι να του καταβληθούν οι δεδουλευμένες αποδοχές του και ασφαλιστικές εισφορές του, όπως αυτές προέκυπταν από τη βεβαίωση της εκκαθαρίστριας εταιρείας της Ο.Α. «...» και από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 7 του Ν 3717/2008, άλλως όπως αυτές καθορίζονταν στο άρθρο 6 παρ. 6 του Ν 2912/2001. Ακολούθησε ο Ν 4038/2012, με το άρθρο 32 παρ. 4 του οποίου ορίσθηκε ότι «Δεν υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του Δεύτερου Κεφαλαίου του Ν 4024/2011 (Α 226) οι υπάλληλοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου ή ορισμένου χρόνου που κατέχουν θέση ιπτάμενων χειριστών αεροσκαφών και ελικοπτέρων στο Δημόσιο, σε ΟΤΑ ή σε ΝΠΔΔ. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, η οποία ισχύει αναδρομικά από 1.11.2011 καθορίζονται οι αποδοχές του προσωπικού του προηγούμενου εδαφίου». Επειδή όμως, δεν εκδίδονταν η προβλεπόμενη από την παραπάνω νομοθετική εξουσιοδότηση ΚΥΑ, η Επιτροπή (ΕΔΑΑΠ), προς διευθέτηση του προβλήματος της μισθοδοσίας του αιτούντος, εξέδωσε την υπ’ αριθμ. .../09.07.2012 απόφασή της, με την οποία αποφάσισε να καταβληθούν στον αιτούντα οι ακόλουθες τακτικές μισθολογικές αποδοχές: α) από την ημέρα παρουσίας του στην Μονάδα, ήτοι από 8.10.2010 μέχρι και 31.10.2011, επειδή δεν είχε καθορισθεί σχετικό μισθολόγιο, οι καθοριζόμενες με βάση το Ν 3205/2003, όπως εκάστοτε ισχύει, αποδοχές και β) από 1.11.2011 μέχρις εκδόσεως της προβλεπόμενης στην παρ. 4 του άρθρου 32 του Ν 4038/2012 ΚΥΑ, οι καθοριζόμενες σύμφωνα με το δεύτερο κεφάλαιο του Ν 4024/2011 αποδοχές, οι δε τυχόν μισθολογικές διαφορές που θα προέκυπταν μετά την έκδοση της προαναφερόμενης ΚΥΑ θα συμψηφίζονταν αναδρομικά. Καταβλήθηκαν δε στον αιτούντα,βάσει της παραπάνω απόφασης της Επιτροπής,οι ακόλουθες αποδοχές (μετά την αφαίρεση ασφαλιστικών κρατήσεων) : α) από 8.11.2010 έως 31.12.2010, ποσό 2.241,90 ευρώ β) από 1.1.2011 έως 31.12.2011 ποσό 9.754,33 ευρώ και γ) από 1.1. έως 31.12.2012 ποσό 27.643,56 ευρώ ( σχ οι υποβληθείσες με το ...31.10.2013 έγγραφο της Επιτροπής βεβαιώσεις αποδοχών του εκκαθαριστή της Επιτροπής). Ακολούθως δε η Επιτροπή στις 23.07.2012, δια του υπ’ αριθμ. Πρωτ. .../23.07.2012 εγγράφου της, κάλεσε τον αιτούντα να παρουσιαστεί άμεσα και να αναλάβει υπηρεσία, διαφορετικά θα εθεωρείτο ως αδικαιολογήτως απέχων από τα καθήκοντά του. Ο αιτών, ωστόσο, με την επιδοθείσα στην Επιτροπή στις 21.08.2012, από 14.8.2012 εξώδικη πρόσκληση - δήλωσή του, δήλωσε ότι εμμένει στην ασκηθείσα επίσχεση εργασίας του διότι, κατά τους ισχυρισμούς του, οι καταβληθείσες από την Επιτροπή αποδοχές δεν κάλυπταν τις δεδουλευμένες αποδοχές του, ήταν παντελώς παράνομες –υπολογιζόμενες με βάση τον Ν 3205/2003 από τον οποίο ρητά εξαιρούνταν και η διοίκηση εξακολουθούσε να μην εκδίδει την ΚΥΑ για να ορίσει την αμοιβή του. Εν τω μεταξύ, ο αιτών με την από 19.7.2012 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ζήτησε να υποχρεωθεί η Επιτροπή να του καταβάλει ως αποδοχές για το χρονικό διάστημα από τον Νοέμβριο του 2010 έως τον Απρίλιο του 2012 νομιμοτόκως το ποσό των 119.997,04 ευρώ, άλλως το ποσό των 90.620,48 ευρώ. Σε απάντηση της ανωτέρω, η Επιτροπή επεσήμανε στον αιτούντα, με το υπ’ αριθμ. Πρωτ. .../05.09.2012 έγγραφό της, ότι η εμμονή του στην επίσχεση εργασίας είναι αδικαιολόγητη και καταχρηστική και τον κάλεσε εκ νέου να προσέλθει άμεσα και να αναλάβει εργασία. Στις 27.09.2012 ο αιτών κοινοποίησε στην Επιτροπή την από 12.09.2012 νέα εξώδικη απάντηση-δήλωση, με την οποία δήλωσε εκ νέου ότι εμμένει στην ασκηθείσα επίσχεση εργασίας του μέχρι να του καταβληθούν πλήρως οι δεδουλευμένες αποδοχές του και οι νόμιμες ασφαλιστικές εισφορές. Τέλος, ο αιτών επέδωσε στην Επιτροπή την από 19.3.2013 νέα αγωγή του κατά του Ελληνικού Δημοσίου (αφού παραιτήθηκε από την προηγούμενη), με την οποία ζήτησε να υποχρεωθεί η Επιτροπή να του καταβάλει για το ίδιο ως άνω διάστημα από 8.11.2010 έως 30.4.2012 το ποσό των ευρώ 139.757,58, άλλως το ποσό των ευρώ 104.924,81. Κατόπιν τούτων, με το υπ’αριθμ. .../16.5.2013 έγγραφο του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, ο αιτών παραπέμφθηκε ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου για το πειθαρχικό παράπτωμα της αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση των καθηκόντων του και δη για χρονικό διάστημα 191 εργασίμων ημερών συνεχώς, ήτοι από τις 23.7.2012, όταν κλήθηκε από την Επιτροπή να παρουσιαστεί άμεσα για ανάληψη υπηρεσίας έως τις 23.4.2013 (ημερομηνία σύνταξης του παραπεμπτηρίου εγγράφου), ήτοι για εκατόν δέκα τρείς (113) εργάσιμες ημέρες συνεχώς εντός του έτους 2012 και εβδομήντα οκτώ (78) εργάσιμες ημέρες συνεχώς εντός του έτους 2013. Κατόπιν δε της 7/203 απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου, ο αιτών κλήθηκε σε απολογία, για την οποία κατέθεσε το από 3.9.2013 απολογητικό υπόμνημα.

7. Επειδή,το Πειθαρχικό Συμβούλιο, κατόπιν διαλογικής συζήτησης, αφού έλαβε υπόψη τα στοιχεία του φακέλου, το απολογητικό υπόμνημα του αιτούντος και όσα κατέθεσε η δικηγόρος αυτού, κατά την αυτοπρόσωπη παρουσία της ενώπιον του Συμβουλίου, κατά την συνεδρίαση της 23ης Οκτωβρίου 2013, αποδέχθηκε την εισήγηση κει έκρινε ότι αυτός είχε υποπέσει στο πειθαρχικό παράπτωμα της αδικαιολόγητης αποχής από την εργασία του για χρονικό διάστημα 191 ημερών, που υπερβαίνει κάθε έννοια ευλόγου χρόνου, μη αποδεχόμενο ως νόμιμη την επίσχεση εργασίας αυτού. Ειδικότερα, με την προσβαλλόμενη απόφαση (13/23.12.2013) έγιναν δεκτά τα εξής: «οι κατά το χρονικό διάστημα από τον Νοέμβριο του έτους 2010 έως και τον Δεκέμβριο του έτους 2012 καταβληθείσες από την Επιτροπή αποδοχές, ...ανήλθαν, μετά την αφαίρεση ασφαλιστικών κρατήσεων ΙΚΑ ποσού 8.823,62 ευρώ, στο καθαρό ποσό των 39.639,79 ευρώ. Οι αποδοχές που διεκδικεί ο διωκόμενος με την ασκηθείσα αγωγή του για το διάστημα από 8.11.2010 μέχρι 30.4.2012 ανέρχονται, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 7 του Ν 3717/2008 -με τον οποίο, σημειωτέον, διατηρούνται ως προσωπική διαφορά οι επιπλέον αποδοχές της θέσης από όπου μεταφέρθηκε ο υπάλληλος - στο ποσό των 139.757,58 ευρώ (=7.764,31 ευρώ μηνιαίως Χ 18 μήνες) και επικουρικά, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 35 του Ν 2912/2001 και της κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσης υπ’ αριθμ. 2/65093/0022/2002 (ΦΕΚ Β΄ 1583/19.12.2002) ΚΥΑ, στο ποσό των 104.924,81 ευρώ. Ωστόσο, κατά την κρίση του Συμβουλίου, ούτε η κύρια ούτε η επικουρική βάση της αγωγής ευσταθούν, διότι αφενός μεν η διάταξη του άρθρου 7 του Ν 3717/2008 καταργήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 22 του Ν 3899/2010, σύμφωνα με την οποία «όσοι από 1.1.2010 έχουν μεταταχθεί ή μεταφερθεί καθώς και όσοι μετατάσσονται ή μεταφέρονται εφεξής με οποιαδήποτε σχέση εργασίας από οποιοδήποτε φορέα του δημοσίου σε άλλο φορέα του δημοσίου, δικαιούνται μόνο το σύνολο των αποδοχών της θέσης στην οποία μετατάσσονται ή μεταφέρονται, χωρίς να διατηρούν ως προσωπική διαφορά τυχόν επιπλέον αποδοχές που λάμβαναν στο φορέα από τον οποίο μετατάχθηκαν ή μεταφέρθηκαν», αφετέρου δε οι διατάξεις του άρθρου 35 του Ν 2912/2001 και της ως άνω 2/65093/0022/2002 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Μεταφορών και Επικοινωνιών αφορούν και ρυθμίζουν το μισθολόγιο των χειριστών αεροπλάνων της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας και όχι των χειριστών αεροπλάνων της Μονάδας Μελετών και Διερεύνησης Αεροπορικών Ατυχημάτων και Συμβάντων της Επιτροπής Διερεύνησης Ατυχημάτων και Ασφάλειας Πτήσεων, στην οποία υπάγεται ο διωκόμενος. Σε κάθε περίπτωση, εφόσον η Επιτροπή κατέβαλε στον διωκόμενο τις ως άνω αποδοχές και ρύθμισε το ζήτημα των αποδοχών του μέχρι να εκδοθεί η προβλεπόμενη από το Ν 4038/2012 ΚΥΑ (με την οποία θα καθορίζεται ειδικό μισθολόγιο για τους ιπταμένους χειριστές), ο διωκόμενος, μετά την πρόσκληση της Επιτροπής, υποχρεούτο να παύσει την επίσχεση εργασίας και να επιστρέψει στα καθήκοντά του, διότι αυτές, κατά τη ρητή, διαλαμβανόμενη στην.../9.7.2012 απόφαση του Προέδρου της, δέσμευση, θα εκκαθαρίζονταν νομίμως και αναδρομικώς μετά τη νομοθετική τους ρύθμιση. Περαιτέρω οι επιπλέον αποδοχές, που ισχυρίζεται ότι δικαιούται και οι οποίες αμφισβητούνται από την Επιτροπή, αποτελούν αντικείμενο της από 19.3.2013 αγωγής του που εκκρεμεί ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο θα κρίνει για τη βασιμότητά τους. Κατά συνέπεια η μετά την πρόσκληση της Επιτροπής εμμονή του διωκομένου στην ασκηθείσα επίσχεση εργασίας είναι καταφανώς καταχρηστική και υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλουν οι αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών διότι, αφενός μεν, συνδέεται με απαίτηση που θα εκκαθαρισθεί οριστικά και αναδρομικά μετά από νομοθετική ρύθμιση, αφετέρου δε πρόκειται για ικανοποίηση αμφισβητούμενης εργασιακής απαίτησης που υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω το Πειθαρχικό Συμβούλιο, δεχόμενο την εκ μέρους του διωκομένου τέλεση του ως άνω πειθαρχικού παραπτώματος και λαμβάνοντας υπόψη τη βαρύτητά του, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι αυτός απουσίασε από την υπηρεσία του για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει κάθε έννοια ευλόγου χρόνου, μη αποδεχόμενο ως νόμιμη την επίσχεση εργασίας κρίνει, ότι πρέπει να του επιβληθεί η ποινή της οριστικής παύσης.».

8. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ο αιτών προβάλλει ότι τελούσε νόμιμα σε επίσχεση εργασίας λόγω μη καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών και ως εκ τούτου μη νόμιμα αυτός θεωρήθηκε ως αδικαιολογήτως απών κατά το χρονικό διάστημα από 23.7.2012 έως και τις 23.4.2013, ήτοι για 191 εργάσιμες ημέρες συνεχώς και του επιβλήθηκε η ποινή της οριστικής παύσης. Προς τούτο προσκομίζει μετ’ επικλήσεως α) την υπ’ αριθμ. 62/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου, που εκδόθηκε επί της ως άνω από 19.03.2013 αγωγής του, με την οποία κρίθηκε, αφενός νόμιμη η επίσχεση εργασίας του για το χρονικό διάστημα από 8.8.2011 έως 30.4.2012, απορρίπτοντας (το δικαστήριο) την ένσταση του καθού Ελληνικού Δημοσίου περί καταχρηστικής άσκησης αυτής, με το σκεπτικό ότι η καθυστέρηση εκπλήρωσης της οικείας υποχρέωσης του ελληνικού δημοσίου προς τον αιτούντα ήταν σαφώς αξιόλογη (9 μηνών έως την άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης) και ότι αυτό ήταν σαφώς υπαίτιο για την μη έκδοση της σχετικής διάταξης νόμου για τον καθορισμό των αποδοχών του, και αφετέρου έκανε δεκτό το αίτημα του για την καταβολή των αποδοχών του, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν 3717/2008 και β) την υπ’ αριθμ. 4753/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία απέρριψε την έφεση του Ελληνικού Δημοσίου και επικύρωσε την ως άνω πρωτόδικη απόφαση, η οποία ως εκ τούτου κατέστη τελεσίδικη.

9. Επειδή, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, μετά την έκδοση της ως άνω 4753/2018 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου νόμιμη η επίσχεση εργασίας του αιτούντος για το διάστημα από 8.8.2011 έως 30.4.2012 και του καταβλήθηκε το σύνολο των διαφορών αποδοχών του, η αιτιολογική στήριξη της προσβαλλόμενης πράξης στο σύνολό της κλονίζεται σοβαρώς. Και τούτο διότι η απόφαση αυτή, αν και επιγενόμενη της προσβαλλόμενης πράξης –και ανεξαρτήτως του αν αφορά διαφορετικό χρονικό διάστημα–είναι συνεκτιμητέα από το Πειθαρχικό Συμβούλιο, καθόσον αφορά αυτή ταύτη την νομιμότητα του δικαιώματος της επίσχεσης εργασίας του αιτούντος, τόσο ως προς την αιτία όσο και ως προς την αφετηρία της, στοιχεία που αποτελούν μέρος του συνολικού ερείσματος της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξης περί διαπιστώσεως της αδικαιολόγητης αποχής του αιτούντος από την εργασία του. Το γεγονός, εξάλλου, ότι η ως άνω κρίση δεν καλύπτει την ενδεχόμενη καταχρηστικότητα της επίσχεσης εργασίας του αιτούντος για το μετά τον Απρίλιο του 2012 χρονικό διάστημα λόγω του ότι ανάγεται σε διαφορετικό χρονικό διάστημα, δεν δύναται να άρει τον, κατά τ’ ανωτέρω κλονισμό της αιτιολογικής στήριξης της προσβαλλόμενης πράξης, που καθιστά αυτή πλημμελή. Για το λόγο δε αυτό, που βασίμως προβάλλεται, η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να ακυρωθεί και να αναπεμφθεί η υπόθεση στο Πειθαρχικό Συμβούλιο, το οποίο δεσμευόμενο από το κατά τα προαναφερόμενα δεδικασμένο, θα αποφανθεί επί της νομιμότητας της επίσχεσης εργασίας του αιτούντος για το μετά τις 23.7.2012 χρονικό διάστημα.

10. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή. Περαιτέρω, πρέπει να αποδοθεί στον αιτούντα το παράβολο που κατέβαλε, ενώ, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, το Ελληνικό Δημόσιο πρέπει να απαλλαγεί από την δικαστική δαπάνη του αιτούντος (άρθρα 275 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν 2721/1999, φ Α 99) και 4 παρ.1 περ. στ του Ν 702/1977, όπως η περίπτωση αυτή προστέθηκε με το άρθρο 50 του Ν 3659/2008, φ Α 77).

 

[Δέχεται την αίτηση. Ακυρώνει την .../2013 απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων. Αναπέμπει την υπόθεση στο Πειθαρχικό Συμβούλιο.]

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: